Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παράλιος
παραλιταίνω
παραλλαγή
παράλλαγμα
παραλλάξ
παράλλαξις
παραλλάσσω
παράλληλος
παραλογίζομαι
παραλογισμός
παραλογιστής
παραλογιστικός
παράλογος
παράλογος
πάραλος
παράλπιος
παραλῡπέω
παράλυσις
παραλυτικός
παραλῡ́ω
παραμείβω
View word page
παραλογιστής
παραλογιστήςοῦmone who defrauds by false accountingfraudsterArist.

ShortDef

one who cheats by false reckoning

Debugging

Headword:
παραλογιστής
Headword (normalized):
παραλογιστής
Headword (normalized/stripped):
παραλογιστης
IDX:
30996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30997
Key:
παραλογιστής

Data

{'headword_display': '<b>παραλογιστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παραλογιστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Def>one who defrauds by false accounting</Def><Tr>fraudster</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παραλογιστής'}