Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παράληψις
παράλιος
παραλιταίνω
παραλλαγή
παράλλαγμα
παραλλάξ
παράλλαξις
παραλλάσσω
παράλληλος
παραλογίζομαι
παραλογισμός
παραλογιστής
παραλογιστικός
παράλογος
παράλογος
πάραλος
παράλπιος
παραλῡπέω
παράλυσις
παραλυτικός
παραλῡ́ω
View word page
παραλογισμός
παραλογισμόςοῦm false inference reasoning, fallacyArist. in legal ctxt.misleading argument, quibbleLycurg. gener.deception, cheatingPlb.

ShortDef

false reasoning, deception

Debugging

Headword:
παραλογισμός
Headword (normalized):
παραλογισμός
Headword (normalized/stripped):
παραλογισμος
IDX:
30995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30996
Key:
παραλογισμός

Data

{'headword_display': '<b>παραλογισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παραλογισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>false inference<or/> reasoning, fallacy</Tr><Au>Arist.</Au></nS1> <nS1><Indic>in legal ctxt.</Indic><Tr>misleading argument, quibble</Tr><Au>Lycurg.</Au></nS1> <nS1><Indic>gener.</Indic><Tr>deception, cheating</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παραλογισμός'}