Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραλαμβάνω
παραλανθάνω
παραλέγω
παραλείπω
παραλείφω
παραλέχομαι
παραληπτός
παραληρέω
παράληψις
παράλιος
παραλιταίνω
παραλλαγή
παράλλαγμα
παραλλάξ
παράλλαξις
παραλλάσσω
παράλληλος
παραλογίζομαι
παραλογισμός
παραλογιστής
παραλογιστικός
View word page
παρ-αλιταίνω
παρ-αλιταίνωvbaor.2
παρήλιτον
do wrong, offend, sinAR.w.acc.against the godsAR.

ShortDef

do amiss, sin

Debugging

Headword:
παραλιταίνω
Headword (normalized):
παραλιταίνω
Headword (normalized/stripped):
παραλιταινω
IDX:
30987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30988
Key:
παραλιταίνω

Data

{'headword_display': '<b>παρ-αλιταίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρ-αλιταίνω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.2</Lbl><Form>παρήλιτον</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>do wrong, offend, sin</Tr><Au>AR.</Au><Cmpl><GLbl>w.acc.</GLbl>against the gods<Au>AR.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'παραλιταίνω'}