Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παράκτιος
παρακύπτω
παραλαλέω
παραλαμβάνω
παραλανθάνω
παραλέγω
παραλείπω
παραλείφω
παραλέχομαι
παραληπτός
παραληρέω
παράληψις
παράλιος
παραλιταίνω
παραλλαγή
παράλλαγμα
παραλλάξ
παράλλαξις
παραλλάσσω
παράλληλος
παραλογίζομαι
View word page
παρα-ληρέω
παρα-ληρέωcontr.vb talkbehave nonsensically, blatherAr. Isoc. Pl. Arist.

ShortDef

to talk like a dotard, talk nonsense

Debugging

Headword:
παραληρέω
Headword (normalized):
παραληρέω
Headword (normalized/stripped):
παραληρεω
IDX:
30984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30985
Key:
παραληρέω

Data

{'headword_display': '<b>παρα-ληρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-ληρέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>talk<or/>behave nonsensically, blather</Tr><Au>Ar. Isoc. Pl. Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'παραληρέω'}