Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρακτάομαι
παράκτιος
παρακύπτω
παραλαλέω
παραλαμβάνω
παραλανθάνω
παραλέγω
παραλείπω
παραλείφω
παραλέχομαι
παραληπτός
παραληρέω
παράληψις
παράλιος
παραλιταίνω
παραλλαγή
παράλλαγμα
παραλλάξ
παράλλαξις
παραλλάσσω
παράλληλος
View word page
παραληπτός
παραληπτόςόνadjπαραλαμβάνω of virtuecapable of being receivedfr. others, through teachingPl.

ShortDef

to be accepted

Debugging

Headword:
παραληπτός
Headword (normalized):
παραληπτός
Headword (normalized/stripped):
παραληπτος
IDX:
30983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30984
Key:
παραληπτός

Data

{'headword_display': '<b>παραληπτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παραληπτός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>παραλαμβάνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of virtue</Indic><Tr>capable of being received<Expl>fr. others, through teaching</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παραληπτός'}