Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρακρούω
παρακτάομαι
παράκτιος
παρακύπτω
παραλαλέω
παραλαμβάνω
παραλανθάνω
παραλέγω
παραλείπω
παραλείφω
παραλέχομαι
παραληπτός
παραληρέω
παράληψις
παράλιος
παραλιταίνω
παραλλαγή
παράλλαγμα
παραλλάξ
παράλλαξις
παραλλάσσω
View word page
παρα-λέχομαι
παρα-λέχομαιmid.vbfut.
παραλέξομαι
3sg.aor.1
παρελέξατο
3sg.athem.aor.
παρέλεκτο
of a man or woman, w. sexual connot.lie besideusu. w.dat.their partnerHom.sts.tm. Hes. hHom. Ibyc. Pi. AR.

ShortDef

lie beside

Debugging

Headword:
παραλέχομαι
Headword (normalized):
παραλέχομαι
Headword (normalized/stripped):
παραλεχομαι
IDX:
30982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30983
Key:
παραλέχομαι

Data

{'headword_display': '<b>παρα-λέχομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-λέχομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>fut.</Lbl><Form>παραλέξομαι</Form></Tns><Tns><Lbl>3sg.aor.1</Lbl><Form>παρελέξατο</Form><Lbl>3sg.athem.aor.</Lbl><Form>παρέλεκτο</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of a man or woman, w. sexual connot.</Indic><Tr>lie beside<Expl>usu. <GLbl>w.dat.</GLbl>their partner</Expl></Tr><Au>Hom.<LblR>sts.tm.</LblR> Hes. hHom. Ibyc. Pi. AR.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'παραλέχομαι'}