Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παράκρουσις
παρακρούω
παρακτάομαι
παράκτιος
παρακύπτω
παραλαλέω
παραλαμβάνω
παραλανθάνω
παραλέγω
παραλείπω
παραλείφω
παραλέχομαι
παραληπτός
παραληρέω
παράληψις
παράλιος
παραλιταίνω
παραλλαγή
παράλλαγμα
παραλλάξ
παράλλαξις
View word page
παρ-αλείφω
παρ-αλείφωvb smearone's eyelidsw. an ointmentAr.of a nurseweta baby's lipsw. her spittleArist.

ShortDef

to bedaub as with ointment

Debugging

Headword:
παραλείφω
Headword (normalized):
παραλείφω
Headword (normalized/stripped):
παραλειφω
IDX:
30981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30982
Key:
παραλείφω

Data

{'headword_display': '<b>παρ-αλείφω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>παρ-αλείφω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>smear</Tr><Obj>one's eyelids<Expl>w. an ointment</Expl><Au>Ar.</Au></Obj><vS2><Indic>of a nurse</Indic><Tr>wet</Tr><Obj>a baby's lips<Expl>w. her spittle</Expl><Au>Arist.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'παραλείφω'}