Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρακοπή
παράκοπος
παρακόπτω
παράκουσμα
παρακούω
παρακρεμάννῡμι
παράκρημνος
παρακρῑ́νομαι
παράκρουσις
παρακρούω
παρακτάομαι
παράκτιος
παρακύπτω
παραλαλέω
παραλαμβάνω
παραλανθάνω
παραλέγω
παραλείπω
παραλείφω
παραλέχομαι
παραληπτός
View word page
παρα-κτάομαι
παρα-κτάομαιmid.contr.vb acquire in additionadoptforeign customsHdt.

ShortDef

to get over and above

Debugging

Headword:
παρακτάομαι
Headword (normalized):
παρακτάομαι
Headword (normalized/stripped):
παρακταομαι
IDX:
30973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30974
Key:
παρακτάομαι

Data

{'headword_display': '<b>παρα-κτάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-κτάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Def>acquire in addition</Def><Tr>adopt</Tr><Obj>foreign customs<Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'παρακτάομαι'}