Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρακομίζω
παρακονάω
παρακοπή
παράκοπος
παρακόπτω
παράκουσμα
παρακούω
παρακρεμάννῡμι
παράκρημνος
παρακρῑ́νομαι
παράκρουσις
παρακρούω
παρακτάομαι
παράκτιος
παρακύπτω
παραλαλέω
παραλαμβάνω
παραλανθάνω
παραλέγω
παραλείπω
παραλείφω
View word page
παράκρουσις
παράκρουσιςεωςfπαρακρούω cheating, deceptionD.error, fallacyin logicArist.

ShortDef

a striking falsely

Debugging

Headword:
παράκρουσις
Headword (normalized):
παράκρουσις
Headword (normalized/stripped):
παρακρουσις
IDX:
30971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30972
Key:
παράκρουσις

Data

{'headword_display': '<b>παράκρουσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παράκρουσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>παρακρούω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>cheating, deception</Tr><Au>D.</Au></nS1><nS1><Tr>error, fallacy<Expl>in logic</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παράκρουσις'}