Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρακολουθέω
παρακομιδή
παρακομίζω
παρακονάω
παρακοπή
παράκοπος
παρακόπτω
παράκουσμα
παρακούω
παρακρεμάννῡμι
παράκρημνος
παρακρῑ́νομαι
παράκρουσις
παρακρούω
παρακτάομαι
παράκτιος
παρακύπτω
παραλαλέω
παραλαμβάνω
παραλανθάνω
παραλέγω
View word page
παρά-κρημνος
παρά-κρημνοςονadjκρημνός of a riverwith steep banksPlu.of terrainprecipitousPlu.

ShortDef

on the edge of a precipice

Debugging

Headword:
παράκρημνος
Headword (normalized):
παράκρημνος
Headword (normalized/stripped):
παρακρημνος
IDX:
30969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30970
Key:
παράκρημνος

Data

{'headword_display': '<b>παρά-κρημνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παρά-κρημνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κρημνός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a river</Indic><Tr>with steep banks</Tr><Au>Plu.</Au><aS2><Indic>of terrain</Indic><Tr>precipitous</Tr><Au>Plu.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'παράκρημνος'}