Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκόλουθος
ἀκομιστῑ́η
ἀκόμιστος
ἀκόμπαστος
ἄκομπος
ἄκομψος
ἀκονάω
ἀκόνη
ἀκονῑτεί
ἀκονῑτικός
ἀκόνῑτον
ᾱ̓κοντί
ἀκοντίζω
ἀκόντιον
ἀκόντισις
ἀκόντισμα
ἀκοντισμός
ἀκοντιστήρ
ἀκοντιστής
ἀκοντιστικός
ἀκοντιστῡ́ς
View word page
ἀκόνῑτον
ἀκόνῑτονουnpoisonous plantaconitePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκόνῑτον
Headword (normalized):
ἀκόνῑτον
Headword (normalized/stripped):
ακονιτον
IDX:
3096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3097
Key:
ἀκόνῑτον

Data

{'headword_display': '<b>ἀκόνῑτον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀκόνῑτον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG><nS1><Def>poisonous plant</Def><Tr>aconite</Tr><Au>Plu.</Au></nS1> </NE>', 'key': 'ἀκόνῑτον'}