Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρακλίτης
παρακμάζω
παρακμή
παρακοινάομαι
παρακοιτέω
παρακοίτης
παρακολουθέω
παρακομιδή
παρακομίζω
παρακονάω
παρακοπή
παράκοπος
παρακόπτω
παράκουσμα
παρακούω
παρακρεμάννῡμι
παράκρημνος
παρακρῑ́νομαι
παράκρουσις
παρακρούω
παρακτάομαι
View word page
παρακοπή
παρακοπήῆς
dial.παρακοπᾱ́ᾶς
fπαρακόπτω
derangement, madnessA. Plb. Plu.

ShortDef

infatuation, insanity, frenzy

Debugging

Headword:
παρακοπή
Headword (normalized):
παρακοπή
Headword (normalized/stripped):
παρακοπη
IDX:
30963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30964
Key:
παρακοπή

Data

{'headword_display': '<b>παρακοπή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παρακοπή</HL><Infl>ῆς</Infl><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>παρακοπᾱ́</FmHL><DInfl><FmInfl>ᾶς</FmInfl></DInfl></DL><PS>f</PS><Ety><Ref>παρακόπτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>derangement, madness</Tr><Au>A. Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παρακοπή'}