Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παράκλησις
παρακλητικός
παράκλητος
παρακλιδόν
παρακλῑ́νω
παρακλίτης
παρακμάζω
παρακμή
παρακοινάομαι
παρακοιτέω
παρακοίτης
παρακολουθέω
παρακομιδή
παρακομίζω
παρακονάω
παρακοπή
παράκοπος
παρακόπτω
παράκουσμα
παρακούω
παρακρεμάννῡμι
View word page
παρ-ακοίτης
παρ-ακοίτηςουm bedfellowhusbandIl. Hes. Theoc. παράκοιτιςιοςfacc.
παράκοιτιν
ep.dat.
παρακοίτῑ
wifeHom. Hes. hHom. Stesich. AR.

ShortDef

one who sleeps beside, a bedfellow, husband, spouse

Debugging

Headword:
παρακοίτης
Headword (normalized):
παρακοίτης
Headword (normalized/stripped):
παρακοιτης
IDX:
30958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30959
Key:
παρακοίτης

Data

{'headword_display': '<b>παρ-ακοίτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παρ-ακοίτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>bedfellow</Def><Tr>husband</Tr><Au>Il. Hes. Theoc.</Au></nS1> <RelW><HG><HL>παράκοιτις</HL><Infl>ιος</Infl><PS>f</PS><FG><Case><Lbl>acc.</Lbl><Form>παράκοιτιν</Form></Case><Case><Lbl>ep.dat.</Lbl><Form>παρακοίτῑ</Form></Case></FG></HG> <nS1><Tr>wife</Tr><Au>Hom. Hes. hHom. Stesich. AR.</Au></nS1></RelW></NE>', 'key': 'παρακοίτης'}