Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρακλέπτω
παράκλησις
παρακλητικός
παράκλητος
παρακλιδόν
παρακλῑ́νω
παρακλίτης
παρακμάζω
παρακμή
παρακοινάομαι
παρακοιτέω
παρακοίτης
παρακολουθέω
παρακομιδή
παρακομίζω
παρακονάω
παρακοπή
παράκοπος
παρακόπτω
παράκουσμα
παρακούω
View word page
παρα-κοιτέω
παρα-κοιτέωcontr.vbκοίτη of soldiers on guardoccupy a station alongsidests. w.dat.someonePlb.

ShortDef

to keep watch beside

Debugging

Headword:
παρακοιτέω
Headword (normalized):
παρακοιτέω
Headword (normalized/stripped):
παρακοιτεω
IDX:
30957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30958
Key:
παρακοιτέω

Data

{'headword_display': '<b>παρα-κοιτέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-κοιτέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>κοίτη</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of soldiers on guard</Indic><Tr>occupy a station alongside<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>someone</Expl></Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'παρακοιτέω'}