Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρακιών
παρακλείω
παρακλέπτω
παράκλησις
παρακλητικός
παράκλητος
παρακλιδόν
παρακλῑ́νω
παρακλίτης
παρακμάζω
παρακμή
παρακοινάομαι
παρακοιτέω
παρακοίτης
παρακολουθέω
παρακομιδή
παρακομίζω
παρακονάω
παρακοπή
παράκοπος
παρακόπτω
View word page
παρακμή
παρακμήῆςf passing of the peak pointabatementw.gen.of a sicknessPlu.

ShortDef

the point at which the prime is past, abatement

Debugging

Headword:
παρακμή
Headword (normalized):
παρακμή
Headword (normalized/stripped):
παρακμη
IDX:
30955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30956
Key:
παρακμή

Data

{'headword_display': '<b>παρακμή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παρακμή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>passing of the peak point</Def><Tr>abatement<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a sickness</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παρακμή'}