Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρακῑνέω
παρακῑνητικῶς
παρακιών
παρακλείω
παρακλέπτω
παράκλησις
παρακλητικός
παράκλητος
παρακλιδόν
παρακλῑ́νω
παρακλίτης
παρακμάζω
παρακμή
παρακοινάομαι
παρακοιτέω
παρακοίτης
παρακολουθέω
παρακομιδή
παρακομίζω
παρακονάω
παρακοπή
View word page
παρακλίτης
παρακλίτηςουm one who reclines beside anotherneighbour at dinnerX.

ShortDef

one who lies beside

Debugging

Headword:
παρακλίτης
Headword (normalized):
παρακλίτης
Headword (normalized/stripped):
παρακλιτης
IDX:
30953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30954
Key:
παρακλίτης

Data

{'headword_display': '<b>παρακλίτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παρακλίτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>one who reclines beside another</Def><Tr>neighbour at dinner</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παρακλίτης'}