Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρακινδῡ́νευσις
παρακινδῡνευτικός
παρακινδῡνεύω
παρακῑνέω
παρακῑνητικῶς
παρακιών
παρακλείω
παρακλέπτω
παράκλησις
παρακλητικός
παράκλητος
παρακλιδόν
παρακλῑ́νω
παρακλίτης
παρακμάζω
παρακμή
παρακοινάομαι
παρακοιτέω
παρακοίτης
παρακολουθέω
παρακομιδή
View word page
παράκλητος
παράκλητοςουmone who is called into helpsupporterin a lawcourtD.ref. to the Holy Spiritcounsellor, advocateNT.

ShortDef

called to one's aid

Debugging

Headword:
παράκλητος
Headword (normalized):
παράκλητος
Headword (normalized/stripped):
παρακλητος
IDX:
30950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30951
Key:
παράκλητος

Data

{'headword_display': '<b>παράκλητος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παράκλητος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Def>one who is called in<Expl>to help</Expl></Def><Tr>supporter<Expl>in a lawcourt</Expl></Tr><Au>D.</Au></nS1><nS1><Indic>ref. to the Holy Spirit</Indic><Tr>counsellor, advocate</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παράκλητος'}