Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρακέλομαι
παρακινδῡ́νευσις
παρακινδῡνευτικός
παρακινδῡνεύω
παρακῑνέω
παρακῑνητικῶς
παρακιών
παρακλείω
παρακλέπτω
παράκλησις
παρακλητικός
παράκλητος
παρακλιδόν
παρακλῑ́νω
παρακλίτης
παρακμάζω
παρακμή
παρακοινάομαι
παρακοιτέω
παρακοίτης
παρακολουθέω
View word page
παρακλητικός
παρακλητικόςή όνadj of sensory perceptions or their objectsstimulating, provokingw.gen.thoughtPl. of speechesexhortatory, encouragingPlb.

ShortDef

hortatory

Debugging

Headword:
παρακλητικός
Headword (normalized):
παρακλητικός
Headword (normalized/stripped):
παρακλητικος
IDX:
30949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30950
Key:
παρακλητικός

Data

{'headword_display': '<b>παρακλητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παρακλητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of sensory perceptions or their objects</Indic><Tr>stimulating, provoking<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>thought</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1> <aS1><Indic>of speeches</Indic><Tr>exhortatory, encouraging</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παρακλητικός'}