Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακέλομαι
παρακινδῡ́νευσις
παρακινδῡνευτικός
παρακινδῡνεύω
παρακῑνέω
παρακῑνητικῶς
παρακιών
παρακλείω
παρακλέπτω
παράκλησις
παρακλητικός
παράκλητος
παρακλιδόν
παρακλῑ́νω
παρακλίτης
παρακμάζω
παρακμή
παρακοινάομαι
παρακοιτέω
View word page
παρα-κλέπτω
παρα-κλέπτωvb steal, filch, pilfersthg.Ar.neut.pl.pass.ptcpl.sb.sums pilferedIs.

ShortDef

to steal from the side, filch underhand

Debugging

Headword:
παρακλέπτω
Headword (normalized):
παρακλέπτω
Headword (normalized/stripped):
παρακλεπτω
IDX:
30947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30948
Key:
παρακλέπτω

Data

{'headword_display': '<b>παρα-κλέπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-κλέπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>steal, filch, pilfer</Tr><Obj>sthg.<Au>Ar.</Au></Obj><vSGrm><GLbl>neut.pl.pass.ptcpl.sb.</GLbl><Def>sums pilfered</Def><Au>Is.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'παρακλέπτω'}