Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακέλομαι
παρακινδῡ́νευσις
παρακινδῡνευτικός
παρακινδῡνεύω
παρακῑνέω
παρακῑνητικῶς
παρακιών
παρακλείω
παρακλέπτω
παράκλησις
παρακλητικός
παράκλητος
παρακλιδόν
παρακλῑ́νω
παρακλίτης
παρακμάζω
παρακμή
παρακοινάομαι
View word page
παρα-κλείω
παρα-κλείω
Ion.παρακληίω
vbκλείω1
shut out, excludesomeonefr. a profession, by displacing himHdt.

ShortDef

to shut out, exclude

Debugging

Headword:
παρακλείω
Headword (normalized):
παρακλείω
Headword (normalized/stripped):
παρακλειω
IDX:
30946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30947
Key:
παρακλείω

Data

{'headword_display': '<b>παρα-κλείω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-κλείω</HL><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>παρακληίω</FmHL></DL><PS>vb</PS><Ety><Ref>κλείω<Hm>1</Hm></Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>shut out, exclude</Tr><Obj>someone<Expl>fr. a profession, by displacing him</Expl><Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'παρακλείω'}