Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παράκειμαι
παρακεκινδῡνευμένως
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακέλευσμα
παρακελευσμός
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακέλομαι
παρακινδῡ́νευσις
παρακινδῡνευτικός
παρακινδῡνεύω
παρακῑνέω
παρακῑνητικῶς
παρακιών
παρακλείω
παρακλέπτω
παράκλησις
παρακλητικός
παράκλητος
View word page
παρακινδῡ́νευσις
παρακινδῡ́νευσιςεωςfπαρακινδῡνεύω risk-takingTh.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρακινδῡ́νευσις
Headword (normalized):
παρακινδῡ́νευσις
Headword (normalized/stripped):
παρακινδυνευσις
IDX:
30940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30941
Key:
παρακινδῡ́νευσις

Data

{'headword_display': '<b>παρακινδῡ́νευσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παρακινδῡ́νευσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>παρακινδῡνεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>risk-taking</Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παρακινδῡ́νευσις'}