Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρακαττῡ́ομαι
παράκειμαι
παρακεκινδῡνευμένως
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακέλευσμα
παρακελευσμός
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακέλομαι
παρακινδῡ́νευσις
παρακινδῡνευτικός
παρακινδῡνεύω
παρακῑνέω
παρακῑνητικῶς
παρακιών
παρακλείω
παρακλέπτω
παράκλησις
παρακλητικός
View word page
παρα-κέλομαι
παρα-κέλομαιmid.vbep.3sg.aor.2
παρακέκλετο
call upon, invokedeitiesAR.

ShortDef

call upon

Debugging

Headword:
παρακέλομαι
Headword (normalized):
παρακέλομαι
Headword (normalized/stripped):
παρακελομαι
IDX:
30939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30940
Key:
παρακέλομαι

Data

{'headword_display': '<b>παρα-κέλομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-κέλομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>ep.3sg.aor.2</Lbl><Form>παρακέκλετο</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>call upon, invoke</Tr><Obj>deities<Au>AR.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'παρακέλομαι'}