Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρακατοικίζω
παρακαττῡ́ομαι
παράκειμαι
παρακεκινδῡνευμένως
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακέλευσμα
παρακελευσμός
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακέλομαι
παρακινδῡ́νευσις
παρακινδῡνευτικός
παρακινδῡνεύω
παρακῑνέω
παρακῑνητικῶς
παρακιών
παρακλείω
παρακλέπτω
παράκλησις
View word page
παρα-κελητίζω
παρα-κελητίζωvbfut.
παρακελητιῶ
of a racehorse, w. fig. sexual ref. to a personoutrideanother horseAr.

ShortDef

to ride by

Debugging

Headword:
παρακελητίζω
Headword (normalized):
παρακελητίζω
Headword (normalized/stripped):
παρακελητιζω
IDX:
30938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30939
Key:
παρακελητίζω

Data

{'headword_display': '<b>παρα-κελητίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-κελητίζω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>fut.</Lbl><Form>παρακελητιῶ</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of a racehorse, w. fig. sexual ref. to a person</Indic><Tr>outride</Tr><Obj>another horse<Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'παρακελητίζω'}