Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρακάτημαι
παρακατοικίζω
παρακαττῡ́ομαι
παράκειμαι
παρακεκινδῡνευμένως
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακέλευσμα
παρακελευσμός
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακέλομαι
παρακινδῡ́νευσις
παρακινδῡνευτικός
παρακινδῡνεύω
παρακῑνέω
παρακῑνητικῶς
παρακιών
παρακλείω
παρακλέπτω
View word page
παρακελευστός
παρακελευστόςή όνadjof personsencouraged, appealed toby a politician, to support himTh.

ShortDef

summoned

Debugging

Headword:
παρακελευστός
Headword (normalized):
παρακελευστός
Headword (normalized/stripped):
παρακελευστος
IDX:
30937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30938
Key:
παρακελευστός

Data

{'headword_display': '<b>παρακελευστός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παρακελευστός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>encouraged, appealed to<Expl>by a politician, to support him</Expl></Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παρακελευστός'}