Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρακατέχω
παρακάτημαι
παρακατοικίζω
παρακαττῡ́ομαι
παράκειμαι
παρακεκινδῡνευμένως
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακέλευσμα
παρακελευσμός
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακέλομαι
παρακινδῡ́νευσις
παρακινδῡνευτικός
παρακινδῡνεύω
παρακῑνέω
παρακῑνητικῶς
παρακιών
παρακλείω
View word page
παρακελευστικός
παρακελευστικόςή όνadj of an argumentdesigned to give encouragementw.prep.phr.towards virtuePl.

ShortDef

calling out to, cheering on

Debugging

Headword:
παρακελευστικός
Headword (normalized):
παρακελευστικός
Headword (normalized/stripped):
παρακελευστικος
IDX:
30936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30937
Key:
παρακελευστικός

Data

{'headword_display': '<b>παρακελευστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παρακελευστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of an argument</Indic><Tr>designed to give encouragement<Expl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>towards virtue</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παρακελευστικός'}