Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρακατατίθεμαι
παρακατέχω
παρακάτημαι
παρακατοικίζω
παρακαττῡ́ομαι
παράκειμαι
παρακεκινδῡνευμένως
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακέλευσμα
παρακελευσμός
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακέλομαι
παρακινδῡ́νευσις
παρακινδῡνευτικός
παρακινδῡνεύω
παρακῑνέω
παρακῑνητικῶς
παρακιών
View word page
παρακελευσμός
παρακελευσμόςοῦm in military ctxt.encouragement, exhortationof each other, by troopsTh. Lys. X. Plb.

ShortDef

cheering on, exhorting

Debugging

Headword:
παρακελευσμός
Headword (normalized):
παρακελευσμός
Headword (normalized/stripped):
παρακελευσμος
IDX:
30935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30936
Key:
παρακελευσμός

Data

{'headword_display': '<b>παρακελευσμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παρακελευσμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Indic>in military ctxt.</Indic><Tr>encouragement, exhortation<Expl>of each other, by troops</Expl></Tr><Au>Th. Lys. X. Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παρακελευσμός'}