Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρακατακλῑ́νω
παρακαταλείπω
παρακαταλέχομαι
παρακαταπήγνῡμι
παρακατατίθεμαι
παρακατέχω
παρακάτημαι
παρακατοικίζω
παρακαττῡ́ομαι
παράκειμαι
παρακεκινδῡνευμένως
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακέλευσμα
παρακελευσμός
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακέλομαι
παρακινδῡ́νευσις
παρακινδῡνευτικός
View word page
παρακεκινδῡνευμένως
παρακεκινδῡνευμένωςpf.pass.ptcpl.advsee underπαρακινδῡνεύω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρακεκινδῡνευμένως
Headword (normalized):
παρακεκινδῡνευμένως
Headword (normalized/stripped):
παρακεκινδυνευμενως
IDX:
30931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30932
Key:
παρακεκινδῡνευμένως

Data

{'headword_display': '<b>παρακεκινδῡνευμένως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>παρακεκινδῡνευμένως</HL><PS>pf.pass.ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>παρακινδῡνεύω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'παρακεκινδῡνευμένως'}