Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρακαταθήκη
παρακατάκειμαι
παρακατακλῑ́νω
παρακαταλείπω
παρακαταλέχομαι
παρακαταπήγνῡμι
παρακατατίθεμαι
παρακατέχω
παρακάτημαι
παρακατοικίζω
παρακαττῡ́ομαι
παράκειμαι
παρακεκινδῡνευμένως
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακέλευσμα
παρακελευσμός
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακέλομαι
View word page
παρα-καττῡ́ομαι
παρα-καττῡ́ομαιAtt.mid.vb fig.cobble together for oneselfw.acc.a pallet-bedalongsideanother person's bedAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρακαττῡ́ομαι
Headword (normalized):
παρακαττῡ́ομαι
Headword (normalized/stripped):
παρακαττυομαι
IDX:
30929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30930
Key:
παρακαττῡ́ομαι

Data

{'headword_display': '<b>παρα-καττῡ́ομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>παρα-καττῡ́ομαι</HL><PS>Att.mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>fig.</Indic><Tr>cobble together for oneself<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>a pallet-bed</Prnth>alongside<Expl>another person's bed</Expl></Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'παρακαττῡ́ομαι'}