Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρακαταβάλλω
παρακαταβολή
παρακαταθήκη
παρακατάκειμαι
παρακατακλῑ́νω
παρακαταλείπω
παρακαταλέχομαι
παρακαταπήγνῡμι
παρακατατίθεμαι
παρακατέχω
παρακάτημαι
παρακατοικίζω
παρακαττῡ́ομαι
παράκειμαι
παρακεκινδῡνευμένως
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακέλευσμα
παρακελευσμός
παρακελευστικός
παρακελευστός
View word page
παρακάτημαι
παρακάτημαιIon.mid.vbseeπαρακάθημαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρακάτημαι
Headword (normalized):
παρακάτημαι
Headword (normalized/stripped):
παρακατημαι
IDX:
30927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30928
Key:
παρακάτημαι

Data

{'headword_display': '<b>παρακάτημαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>παρακάτημαι</HL><PS>Ion.mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>παρακάθημαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'παρακάτημαι'}