Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρακάλυμμα
παρακαλύπτω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακαταβολή
παρακαταθήκη
παρακατάκειμαι
παρακατακλῑ́νω
παρακαταλείπω
παρακαταλέχομαι
παρακαταπήγνῡμι
παρακατατίθεμαι
παρακατέχω
παρακάτημαι
παρακατοικίζω
παρακαττῡ́ομαι
παράκειμαι
παρακεκινδῡνευμένως
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακέλευσμα
View word page
παρα-καταπήγνῡμι
παρα-καταπήγνῡμιvb fixw.acc.stakesin the ground alongsideearthworksTh.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρακαταπήγνῡμι
Headword (normalized):
παρακαταπήγνῡμι
Headword (normalized/stripped):
παρακαταπηγνυμι
IDX:
30924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30925
Key:
παρακαταπήγνῡμι

Data

{'headword_display': '<b>παρα-καταπήγνῡμι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-καταπήγνῡμι</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>fix<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>stakes</Prnth>in the ground alongside<Expl>earthworks</Expl></Tr><Au>Th.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'παρακαταπήγνῡμι'}