Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρακαλπάζω
παρακάλυμμα
παρακαλύπτω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακαταβολή
παρακαταθήκη
παρακατάκειμαι
παρακατακλῑ́νω
παρακαταλείπω
παρακαταλέχομαι
παρακαταπήγνῡμι
παρακατατίθεμαι
παρακατέχω
παρακάτημαι
παρακατοικίζω
παρακαττῡ́ομαι
παράκειμαι
παρακεκινδῡνευμένως
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
View word page
παρα-καταλέχομαι
παρα-καταλέχομαιmid.vbonly ep.3sg.athem.aor.
παρκατέλεκτο
of a man or woman, w. sexual connot.lie down besidew.dat.their partnerIl.

ShortDef

lie down beside, lie

Debugging

Headword:
παρακαταλέχομαι
Headword (normalized):
παρακαταλέχομαι
Headword (normalized/stripped):
παρακαταλεχομαι
IDX:
30923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30924
Key:
παρακαταλέχομαι

Data

{'headword_display': '<b>παρα-καταλέχομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-καταλέχομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>only ep.3sg.athem.aor.</Lbl><Form>παρκατέλεκτο</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of a man or woman, w. sexual connot.</Indic><Tr>lie down beside</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>their partner<Au>Il.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'παρακαταλέχομαι'}