Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρακαλέω
παρακαλπάζω
παρακάλυμμα
παρακαλύπτω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακαταβολή
παρακαταθήκη
παρακατάκειμαι
παρακατακλῑ́νω
παρακαταλείπω
παρακαταλέχομαι
παρακαταπήγνῡμι
παρακατατίθεμαι
παρακατέχω
παρακάτημαι
παρακατοικίζω
παρακαττῡ́ομαι
παράκειμαι
παρακεκινδῡνευμένως
παρακελεύομαι
View word page
παρα-καταλείπω
παρα-καταλείπωvb of an armyleavew.acc.soldiersbehind in companyw.dat.w. settlersTh.

ShortDef

to leave with

Debugging

Headword:
παρακαταλείπω
Headword (normalized):
παρακαταλείπω
Headword (normalized/stripped):
παρακαταλειπω
IDX:
30922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30923
Key:
παρακαταλείπω

Data

{'headword_display': '<b>παρα-καταλείπω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-καταλείπω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of an army</Indic><Tr>leave<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>soldiers</Prnth>behind in company</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. settlers<Au>Th.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'παρακαταλείπω'}