Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρακαίρως
παρακαλέω
παρακαλπάζω
παρακάλυμμα
παρακαλύπτω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακαταβολή
παρακαταθήκη
παρακατάκειμαι
παρακατακλῑ́νω
παρακαταλείπω
παρακαταλέχομαι
παρακαταπήγνῡμι
παρακατατίθεμαι
παρακατέχω
παρακάτημαι
παρακατοικίζω
παρακαττῡ́ομαι
παράκειμαι
παρακεκινδῡνευμένως
View word page
παρα-κατακλῑ́νω
παρα-κατακλῑ́νωvb makesomeonelie down beside anotherputw.acc.one's wifeto bedw.dat.w. another mani.e. prostitute herAeschin.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρακατακλῑ́νω
Headword (normalized):
παρακατακλῑ́νω
Headword (normalized/stripped):
παρακατακλινω
IDX:
30921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30922
Key:
παρακατακλῑ́νω

Data

{'headword_display': '<b>παρα-κατακλῑ́νω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>παρα-κατακλῑ́νω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Def>make<Prnth>someone</Prnth>lie down beside another</Def><vS2><Tr>put<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>one's wife</Prnth>to bed</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. another man<Expl>i.e. prostitute her</Expl><Au>Aeschin.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'παρακατακλῑ́νω'}