Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρακαθίζω
παρακαθίημι
παρακαθίστημι
παρακαίομαι
παρακαίριος
παρακαίρως
παρακαλέω
παρακαλπάζω
παρακάλυμμα
παρακαλύπτω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακαταβολή
παρακαταθήκη
παρακατάκειμαι
παρακατακλῑ́νω
παρακαταλείπω
παρακαταλέχομαι
παρακαταπήγνῡμι
παρακατατίθεμαι
παρακατέχω
View word page
παρα-καταβαίνω
παρα-καταβαίνωvb of a cavalrymandismountPlb.

ShortDef

to dismount beside

Debugging

Headword:
παρακαταβαίνω
Headword (normalized):
παρακαταβαίνω
Headword (normalized/stripped):
παρακαταβαινω
IDX:
30916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30917
Key:
παρακαταβαίνω

Data

{'headword_display': '<b>παρα-καταβαίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-καταβαίνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a cavalryman</Indic><Tr>dismount</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'παρακαταβαίνω'}