Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρακάθημαι
παρακαθιδρῡ́ομαι
παρακαθίζω
παρακαθίημι
παρακαθίστημι
παρακαίομαι
παρακαίριος
παρακαίρως
παρακαλέω
παρακαλπάζω
παρακάλυμμα
παρακαλύπτω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακαταβολή
παρακαταθήκη
παρακατάκειμαι
παρακατακλῑ́νω
παρακαταλείπω
παρακαταλέχομαι
παρακαταπήγνῡμι
View word page
παρακάλυμμα
παρακάλυμμαατοςnπαρακαλύπτω covering, curtainPlu.fig., ref. to behaviourscreen, veilto disguise the truthPlu.

ShortDef

anything hung up beside

Debugging

Headword:
παρακάλυμμα
Headword (normalized):
παρακάλυμμα
Headword (normalized/stripped):
παρακαλυμμα
IDX:
30914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30915
Key:
παρακάλυμμα

Data

{'headword_display': '<b>παρακάλυμμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παρακάλυμμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>παρακαλύπτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>covering, curtain</Tr><Au>Plu.</Au></nS1><nS1><Indic>fig., ref. to behaviour</Indic><Tr>screen, veil<Expl>to disguise the truth</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παρακάλυμμα'}