Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρακαθέζομαι
παρακάθημαι
παρακαθιδρῡ́ομαι
παρακαθίζω
παρακαθίημι
παρακαθίστημι
παρακαίομαι
παρακαίριος
παρακαίρως
παρακαλέω
παρακαλπάζω
παρακάλυμμα
παρακαλύπτω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακαταβολή
παρακαταθήκη
παρακατάκειμαι
παρακατακλῑ́νω
παρακαταλείπω
παρακαταλέχομαι
View word page
παρα-καλπάζω
παρα-καλπάζωvbapp. κάλπη trotting (of a horse) of a persontrot alongside w.dat.a horsePlu.

ShortDef

run beside a trotting

Debugging

Headword:
παρακαλπάζω
Headword (normalized):
παρακαλπάζω
Headword (normalized/stripped):
παρακαλπαζω
IDX:
30913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30914
Key:
παρακαλπάζω

Data

{'headword_display': '<b>παρα-καλπάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-καλπάζω</HL><PS>vb</PS><Ety>app. <Ref>κάλπη</Ref> <ital>trotting</ital> (<ital>of a horse</ital>)</Ety></vHG> <vS1><Indic>of a person</Indic><Tr>trot alongside</Tr> <Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>a horse<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'παρακαλπάζω'}