Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραιωρέω
παρακάββαλον
παρακαθέζομαι
παρακάθημαι
παρακαθιδρῡ́ομαι
παρακαθίζω
παρακαθίημι
παρακαθίστημι
παρακαίομαι
παρακαίριος
παρακαίρως
παρακαλέω
παρακαλπάζω
παρακάλυμμα
παρακαλύπτω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακαταβολή
παρακαταθήκη
παρακατάκειμαι
παρακατακλῑ́νω
View word page
παρακαίρως
παρακαίρωςadvκαιρός beyond the proper limitinordinatelyref. to loving wealthIsoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρακαίρως
Headword (normalized):
παρακαίρως
Headword (normalized/stripped):
παρακαιρως
IDX:
30911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30912
Key:
παρακαίρως

Data

{'headword_display': '<b>παρακαίρως</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>παρακαίρως</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>καιρός</Ref></Ety></vHG> <advS1><Def>beyond the proper limit</Def><Tr>inordinately</Tr><ModVb>ref. to loving wealth<Au>Isoc.</Au></ModVb></advS1></AdvE>', 'key': 'παρακαίρως'}