Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραίφασις
παραιωρέω
παρακάββαλον
παρακαθέζομαι
παρακάθημαι
παρακαθιδρῡ́ομαι
παρακαθίζω
παρακαθίημι
παρακαθίστημι
παρακαίομαι
παρακαίριος
παρακαίρως
παρακαλέω
παρακαλπάζω
παρακάλυμμα
παρακαλύπτω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακαταβολή
παρακαταθήκη
παρακατάκειμαι
View word page
παρα-καίριος
παρα-καίριοςονadj of behaviourout of place, wrongHes.

ShortDef

unseasonable, ill-timed

Debugging

Headword:
παρακαίριος
Headword (normalized):
παρακαίριος
Headword (normalized/stripped):
παρακαιριος
IDX:
30910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30911
Key:
παρακαίριος

Data

{'headword_display': '<b>παρα-καίριος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παρα-καίριος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of behaviour</Indic><Tr>out of place, wrong</Tr><Au>Hes.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παρακαίριος'}