Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραιφασίη
παραίφασις
παραιωρέω
παρακάββαλον
παρακαθέζομαι
παρακάθημαι
παρακαθιδρῡ́ομαι
παρακαθίζω
παρακαθίημι
παρακαθίστημι
παρακαίομαι
παρακαίριος
παρακαίρως
παρακαλέω
παρακαλπάζω
παρακάλυμμα
παρακαλύπτω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακαταβολή
παρακαταθήκη
View word page
παρα-καίομαι
παρα-καίομαιpass.vb of a lampbe kept burning nearbyHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρακαίομαι
Headword (normalized):
παρακαίομαι
Headword (normalized/stripped):
παρακαιομαι
IDX:
30909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30910
Key:
παρακαίομαι

Data

{'headword_display': '<b>παρα-καίομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-καίομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a lamp</Indic><Tr>be kept burning nearby</Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'παρακαίομαι'}