Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκόλαστος
ἄκολος
ἀκολουθέω
ἀκολούθησις
ἀκολουθητικός
ἀκολουθίᾱ
ἀκόλουθος
ἀκομιστῑ́η
ἀκόμιστος
ἀκόμπαστος
ἄκομπος
ἄκομψος
ἀκονάω
ἀκόνη
ἀκονῑτεί
ἀκονῑτικός
ἀκόνῑτον
ᾱ̓κοντί
ἀκοντίζω
ἀκόντιον
ἀκόντισις
View word page
ἄ-κομπος
ἄ-κομποςονadjκόμπος not boastfulA.

ShortDef

not boasting

Debugging

Headword:
ἄκομπος
Headword (normalized):
ἄκομπος
Headword (normalized/stripped):
ακομπος
IDX:
3090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3091
Key:
ἄκομπος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-κομπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ-κομπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κόμπος</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>not boastful</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄκομπος'}