Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραιτητής
παραιτητός
παραίτιος
παραιφάμενος
παραιφασίη
παραίφασις
παραιωρέω
παρακάββαλον
παρακαθέζομαι
παρακάθημαι
παρακαθιδρῡ́ομαι
παρακαθίζω
παρακαθίημι
παρακαθίστημι
παρακαίομαι
παρακαίριος
παρακαίρως
παρακαλέω
παρακαλπάζω
παρακάλυμμα
παρακαλύπτω
View word page
παρα-καθιδρῡ́ομαι
παρα-καθιδρῡ́ομαιpass.vb of an image of a serpentbe set up besidew.dat.a statue of a goddessPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρακαθιδρῡ́ομαι
Headword (normalized):
παρακαθιδρῡ́ομαι
Headword (normalized/stripped):
παρακαθιδρυομαι
IDX:
30905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30906
Key:
παρακαθιδρῡ́ομαι

Data

{'headword_display': '<b>παρα-καθιδρῡ́ομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-καθιδρῡ́ομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of an image of a serpent</Indic><Tr>be set up beside</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>a statue of a goddess<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'παρακαθιδρῡ́ομαι'}