Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρᾱίσσω
παραιτέομαι
παραίτησις
παραιτητής
παραιτητός
παραίτιος
παραιφάμενος
παραιφασίη
παραίφασις
παραιωρέω
παρακάββαλον
παρακαθέζομαι
παρακάθημαι
παρακαθιδρῡ́ομαι
παρακαθίζω
παρακαθίημι
παρακαθίστημι
παρακαίομαι
παρακαίριος
παρακαίρως
παρακαλέω
View word page
παρακάββαλον
παρακάββαλονep.aor.2seeπαρακαταβάλλω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρακάββαλον
Headword (normalized):
παρακάββαλον
Headword (normalized/stripped):
παρακαββαλον
IDX:
30902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30903
Key:
παρακάββαλον

Data

{'headword_display': '<b>παρακάββαλον</b>', 'content': '<XE><RefFm>παρακάββαλον<LblR>ep.aor.2</LblR></RefFm><XR>see<Ref>παρακαταβάλλω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'παρακάββαλον'}