Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραισθάνομαι
παραίσιος
παρᾱίσσω
παραιτέομαι
παραίτησις
παραιτητής
παραιτητός
παραίτιος
παραιφάμενος
παραιφασίη
παραίφασις
παραιωρέω
παρακάββαλον
παρακαθέζομαι
παρακάθημαι
παρακαθιδρῡ́ομαι
παρακαθίζω
παρακαθίημι
παρακαθίστημι
παρακαίομαι
παρακαίριος
View word page
παραίφασις
παραίφασιςalsoπάρφασιςιοςep.f persuasion, adviceIl. seductiveness, allurementby means of a love-charmIl.deceitful speakingPi.

ShortDef

persuasion

Debugging

Headword:
παραίφασις
Headword (normalized):
παραίφασις
Headword (normalized/stripped):
παραιφασις
IDX:
30900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30901
Key:
παραίφασις

Data

{'headword_display': '<b>παραίφασις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παραίφασις</HL><VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>πάρφασις</FmHL></VL><Infl>ιος</Infl><PS>ep.f</PS></HG> <nS1><Tr>persuasion, advice</Tr><Au>Il.</Au></nS1> <nS1><Tr>seductiveness, allurement<Expl>by means of a love-charm</Expl></Tr><Au>Il.</Au></nS1><nS1><Tr>deceitful speaking</Tr><Au>Pi.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παραίφασις'}