Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραιπεπίθῃσι
παραίρεσις
παραιρέω
παραίρημα
παραισθάνομαι
παραίσιος
παρᾱίσσω
παραιτέομαι
παραίτησις
παραιτητής
παραιτητός
παραίτιος
παραιφάμενος
παραιφασίη
παραίφασις
παραιωρέω
παρακάββαλον
παρακαθέζομαι
παρακάθημαι
παρακαθιδρῡ́ομαι
παρακαθίζω
View word page
παραιτητός
παραιτητόςή όνadjof the godscapable of being won over by entreatyPl. masc.sb.one who intercedes, mediatorPlu.

ShortDef

to be appeased by entreaty, placable

Debugging

Headword:
παραιτητός
Headword (normalized):
παραιτητός
Headword (normalized/stripped):
παραιτητος
IDX:
30896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30897
Key:
παραιτητός

Data

{'headword_display': '<b>παραιτητός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παραιτητός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of the gods</Indic><Tr>capable of being won over by entreaty</Tr><Au>Pl.</Au></aS1> <aS1><SGrm><GLbl>masc.sb.</GLbl><Def>one who intercedes, mediator</Def><Au>Plu.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'παραιτητός'}