Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραινέω
παραιπεπίθῃσι
παραίρεσις
παραιρέω
παραίρημα
παραισθάνομαι
παραίσιος
παρᾱίσσω
παραιτέομαι
παραίτησις
παραιτητής
παραιτητός
παραίτιος
παραιφάμενος
παραιφασίη
παραίφασις
παραιωρέω
παρακάββαλον
παρακαθέζομαι
παρακάθημαι
παρακαθιδρῡ́ομαι
View word page
παραιτητής
παραιτητήςοῦm one who delivers a pleafor anotherintercessorPlu.

ShortDef

an intercessor

Debugging

Headword:
παραιτητής
Headword (normalized):
παραιτητής
Headword (normalized/stripped):
παραιτητης
IDX:
30895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30896
Key:
παραιτητής

Data

{'headword_display': '<b>παραιτητής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παραιτητής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>one who delivers a plea<Expl>for another</Expl></Def><Tr>intercessor</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παραιτητής'}