Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραιβατέω
παραιβάτης
παραιβόλα
παραϝιδών
παραιθύσσω
παραίνεσις
παραινέω
παραιπεπίθῃσι
παραίρεσις
παραιρέω
παραίρημα
παραισθάνομαι
παραίσιος
παρᾱίσσω
παραιτέομαι
παραίτησις
παραιτητής
παραιτητός
παραίτιος
παραιφάμενος
παραιφασίη
View word page
παραίρημα
παραίρημαατοςn that which has been removedfr. sthg.stripof clothing, used as a nooseTh.

ShortDef

the edge

Debugging

Headword:
παραίρημα
Headword (normalized):
παραίρημα
Headword (normalized/stripped):
παραιρημα
IDX:
30889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30890
Key:
παραίρημα

Data

{'headword_display': '<b>παραίρημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παραίρημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>that which has been removed<Expl>fr. sthg.</Expl></Def><nS2><Tr>strip<Expl>of clothing, used as a noose</Expl></Tr><Au>Th.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'παραίρημα'}