Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παράθερμος
παράθεσις
παραθέω
παραθεωρέω
παραθήκη
παραθραύω
παραί
παραιβασίη
παραίβασις
παραιβατέω
παραιβάτης
παραιβόλα
παραϝιδών
παραιθύσσω
παραίνεσις
παραινέω
παραιπεπίθῃσι
παραίρεσις
παραιρέω
παραίρημα
παραισθάνομαι
View word page
παραιβάτης
παραιβάτηςep.mπαραιβάτιςep.fseeπαραβάτης

ShortDef

one who stands beside

Debugging

Headword:
παραιβάτης
Headword (normalized):
παραιβάτης
Headword (normalized/stripped):
παραιβατης
IDX:
30880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30881
Key:
παραιβάτης

Data

{'headword_display': '<b>παραιβάτης</b>', 'content': '<XE><HG><HL>παραιβάτης</HL><PS>ep.m</PS></HG><HG><HL>παραιβάτις</HL><PS>ep.f</PS></HG><XR>see<Ref>παραβάτης</Ref></XR> </XE>', 'key': 'παραιβάτης'}