Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραθέλγω
παραθερίζω
παραθερμαίνομαι
παράθερμος
παράθεσις
παραθέω
παραθεωρέω
παραθήκη
παραθραύω
παραί
παραιβασίη
παραίβασις
παραιβατέω
παραιβάτης
παραιβόλα
παραϝιδών
παραιθύσσω
παραίνεσις
παραινέω
παραιπεπίθῃσι
παραίρεσις
View word page
παραιβασίη
παραιβασίηηςep.f παραβαίνω transgression, crimeHes.cf.παρβασία

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραιβασίη
Headword (normalized):
παραιβασίη
Headword (normalized/stripped):
παραιβασιη
IDX:
30877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30878
Key:
παραιβασίη

Data

{'headword_display': '<b>παραιβασίη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παραιβασίη</HL><Infl>ης</Infl><PS>ep.f</PS> <Ety><Ref>παραβαίνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>transgression, crime</Tr><Au>Hes.</Au><XR>cf.<Ref>παρβασία</Ref></XR></nS1></NE>', 'key': 'παραιβασίη'}