Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραείρω
παραζεύγνῡμι
παράζυγες
παραζώννῡμι
παραθαλάσσιος
παραθάλπομαι
παραθαρσῡ́νω
παραθέλγω
παραθερίζω
παραθερμαίνομαι
παράθερμος
παράθεσις
παραθέω
παραθεωρέω
παραθήκη
παραθραύω
παραί
παραιβασίη
παραίβασις
παραιβατέω
παραιβάτης
View word page
παρά-θερμος
παρά-θερμοςονadjθερμός fig., of a commanderoverheated, overexcitedby the prospect of fightingPlu.

ShortDef

over-hot

Debugging

Headword:
παράθερμος
Headword (normalized):
παράθερμος
Headword (normalized/stripped):
παραθερμος
IDX:
30870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30871
Key:
παράθερμος

Data

{'headword_display': '<b>παρά-θερμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παρά-θερμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θερμός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>fig., of a commander</Indic><Tr>overheated, overexcited<Expl>by the prospect of fighting</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παράθερμος'}