Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραείδω
παραείρω
παραζεύγνῡμι
παράζυγες
παραζώννῡμι
παραθαλάσσιος
παραθάλπομαι
παραθαρσῡ́νω
παραθέλγω
παραθερίζω
παραθερμαίνομαι
παράθερμος
παράθεσις
παραθέω
παραθεωρέω
παραθήκη
παραθραύω
παραί
παραιβασίη
παραίβασις
παραιβατέω
View word page
παρα-θερμαίνομαι
παρα-θερμαίνομαιpass.vb fig.become overheatedinflamedthrough drunkennessAeschin.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραθερμαίνομαι
Headword (normalized):
παραθερμαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
παραθερμαινομαι
IDX:
30869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30870
Key:
παραθερμαίνομαι

Data

{'headword_display': '<b>παρα-θερμαίνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-θερμαίνομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>fig.</Indic><Tr>become overheated<or/>inflamed<Expl>through drunkenness</Expl></Tr><Au>Aeschin.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'παραθερμαίνομαι'}